Λευκοπενία

Λευκοπενία:

Λευκοπενία χαρακτηρίζεται η ελάττωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων στο αίμα. Ο φυσιολογικός αριθμός τους κυμαίνεται από 4,500 έως 11,000/μl.

Τα λευκά αιμοσφαίρια είναι κύτταρα του αίματος που προστατεύουν τον οργανισμό μας από ασθένειες και λοιμώξεις.

Υπάρχουν 5 διαφορετικοί τύποι λευκών αιμοσφαιρίων: Ουδετερόφιλα, Λεμφοκύτταρα, Μονοκύτταρα, Ηωσινόφιλα και Βασεόφιλα.


  • Αιτίες

    Η λευκοπενία προκαλείται συνήθως από

    • Λοιμώξεις
    • Φάρμακα
    • Ακτινοθεραπεία / Χημειοθεραπεία
    • Αυτοάνοσα νοσήματα
    • Ανεπάρκεια βιταμινών όπως Β12 και φυλικο οξύ
    • Απλαστική Αναιμία
    • Σαρκοείδωση
    • Αιματολογικές παθήσεις (λεμφώματα, λευχαιμίες, μυελοδυσπλαστικά νοσήματα)
    • Κακοήθειες

    Περιγράφονται και συγγενείς μορφές λευκοπενίας (εμφανίζονται κατά τη γέννηση) και οι οποίες οφείλονται σε μειωμένη παραγωγή λευκών αιμοσφαιρίων από το μυελό των οστών.

  • Συμπτώματα

    Τα συμπτώματα που αναφέρει ο ασθενής με χαμηλό αριθμό λευκοκυττάρων σχετίζονται κατά κύριο λόγο με την υποκείμενη παθολογία, αλλά και με το βαθμό της λευκοπενίας.

    Ο ασθενής μπορεί να παραπονεθεί για:

    • Πυρετό
    • Συχνές λοιμώξεις
    • Πόνους στα κόκκαλα και τις αρθρώσεις
    • Αδυναμία και κακουχία
    • Νυχτερινούς ιδρώτες
    • Σημαντική απώλεια βάρους
  • Διερεύνηση

    Η διερεύνηση ελαττωμένου αριθμού λευκών αιμοσφαιρίων βασίζεται σε:

    • αξιολόγηση γενικής εξέτασης αίματος
    • εξέταση επίχρισματος του περιφερικού αίματος (πλακάκι) στο μικροσκόπιο
    • απεικονιστικός έλεγχος (υπερηχογράφημα κοιλίας, αξονικές/μαγνητικές τομογραφίες ή ΡΕΤ)
    • μυελόγραμμα/οστεομυελική βιοψία
    • ειδικές εξετάσεις αίματος/μυελού οστών (γονιδιακός έλεγχος, καρυότυπος, ανοσοφαινότυπος)
  • Θεραπεία

    Η θεραπευτική προσέγγιση ενός ασθενούς με λευκοπενία καθορίζεται από την υποκείμενη αιτία. Σε περίπτωση που οι εργαστηριακές εξετάσεις επιβεβαιώσουν χαμηλό αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων, ο ασθενής θα πρέπει να συμβουλευτεί Αιματολόγο, προκειμένου να τεθεί έγκαιρα η διάγνωση και να χορηγηθεί η ενδεδειγμένη θεραπεία. Αν η διάγνωση δεν μπορεί να τεκμηριωθεί, ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται τακτικά με εξετάσεις αίματος και κλινική εξέταση.